- απόπληκτος, -η, -ο
- απόπληκτος, -η, -ο και -χτος, -η, -ο αυτός που έπαθε αποπληξία: Ήταν απόπληχτος, γι' αυτό και δε μιλούσε καθαρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απόπληκτος — ἀπόπληκτος, ον (Α) [αποπλήσω] 1. αυτός που έχει προσβληθεί από αποπληξία, παράλυτος, ανάπηρος 2. εμβρόντητος 3. ανόητος 4. φρ. «ἀπόπληκτος τὰς γνάθους» άλαλος, μουγγός 5. «ἀπόπληκτοι» νόσοι που προκαλούν αποπληξία … Dictionary of Greek
ἀπόπληκτος — disabled by a stroke masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληκτότερον — ἀπόπληκτος disabled by a stroke adverbial comp ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc acc comp sg ἀπόπληκτος disabled by a stroke neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπόπληκτος — ἀπόπληκτος , ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλήκτως — ἀπόπληκτος disabled by a stroke adverbial ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπληκτον — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem acc sg ἀπόπληκτος disabled by a stroke neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληκτότερος — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλήκτοις — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλήκτοισι — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπλήκτου — ἀπόπληκτος disabled by a stroke masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)